- αναγκαιώ
- (-όω) [αναγκαίος]1. είμαι αναγκαίος, απαραίτητος, χρειάζομαι2. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα αναγκαιούντα τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή, τα χρειώδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναγκαίῳ — ἀναγκαί̱ῳ , ἀναγκαῖον place of constraint neut dat sg ἀναγκαί̱ῳ , ἀναγκαῖος of masc/neut dat sg ἀναγκαί̱ῳ , ἀναγκαῖος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek